αγαστερό

αγαστερό
το [αγαστέρα]
το γαστρερό*.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • αγαστέρα — Πήλινο αγγείο με ένα χερούλι. Χρησιμοποιείται στην Κρήτη ως κρασοκανάτα και χωράει περίπου ένα κιλό κρασί. * * * η η γάστρα*. [ΕΤΥΜΟΛ. < α προθεμ. + γαστέρα*. ΠΑΡ. αγαστερικό, αγαστερό] …   Dictionary of Greek

  • γαστρερό — και γαστερό, γαστερικό, αγαστερό, το μικρό πήλινο δοχείο στο οποίο διατηρούν την πυτιά ανακατωμένη με γάλα. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαστέρα «το μέρος τού στομαχιού αρνιού ή κατσικιού που περιέχει την πυτιά»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”